- βαγένι
- και βαγόνι, το (Μ βαγένιον και βαγένιν και βαγοίνιον)ξύλινο βαρέλι για κρασίνεοελλ.κυλινδρικός θόλος ναού.[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βαγένι < μσν. βαγένιον -βαγοίνιον < (σλαβ.) vagan με πιθανή επίδραση του λαγένι «στάμνα» ή, τέλος, κατ' άλλη άποψη, πιθ. < λατ. vagina «ξιφοθήκη, κάλυκας»].
Dictionary of Greek. 2013.